ξεπόρτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεπόρτισμα < ξεπορτίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεπόρτισμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η έξοδος από το σπίτι για τρόπο διασκέδασης που συνήθως δεν εγκρίνουν όσοι μένουν μέσα στο σπίτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεπόρτισμα