ξεσκόλισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεσκόλισμα < ξεσκολίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεσκόλισμα ουδέτερο
- η αποφοίτηση από ένα σχολείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεσκόλισμα
|