οδηγήτρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οδηγήτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη οδηγητής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οδηγήτρια
|
οδηγήτρια θηλυκό
|