οικοκαινοτομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικοκαινοτομία < οικο(ς) + καινοτομία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οικοκαινοτομία θηλυκό
- καινοτομία που έχει σχέση με / ευνοεί την οικολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικοκαινοτομία
|