ομογενοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομογενοποιώ < ομογενής -ο- + ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική homogénéiser)

Ρήμα[επεξεργασία]

ομογενοποιώ (παθητική φωνή: ομογενοποιούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]