οξυγονοκολλήτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξυγονοκολλήτρια οι οξυγονοκολλήτριες
      γενική της οξυγονοκολλήτριας των οξυγονοκολλητριών
    αιτιατική την οξυγονοκολλήτρια τις οξυγονοκολλήτριες
     κλητική οξυγονοκολλήτρια οξυγονοκολλήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οξυγονοκολλήτρια < οξυγονοκολλη(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οξυγονοκολλήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε οξυγονοκολλητής