οπτικοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπτικοποίηση οι οπτικοποιήσεις
      γενική της οπτικοποίησης* των οπτικοποιήσεων
    αιτιατική την οπτικοποίηση τις οπτικοποιήσεις
     κλητική οπτικοποίηση οπτικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οπτικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπτικοποίηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οπτικοποίηση θηλυκό

  • μετατρέπω πληροφορία σε οπτικό ερέθισμα
    • (πληροφορική) πέρασμα οπτικών ινών σε σημείο που δεν υπήρχαν (ειδάλλως-αλλιώς εκτελώ: α. επιδιόρθωση ή β. αναβάθμιση)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]