ορνιθαριό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορνιθαριό ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) το κοτέτσι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορνιθαριό
|
ορνιθαριό ουδέτερο
|