ορχιαλγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορχιαλγία θηλυκό
- (ιατρική) πόνος στους όρχεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορχιαλγία
|
ορχιαλγία θηλυκό
|