οστομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστομία οι οστομίες
      γενική της οστομίας των οστομιών
    αιτιατική την οστομία τις οστομίες
     κλητική οστομία οστομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οστομία < -στομία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οστομία θηλυκό

  • (ιατρική) τεχνητή δημιουργία στομίας χειρουργικά, είτε για το έντερο, είτε για τα ούρα, όταν λόγω ασθένειας η φυσιολογική όδευση δεν είναι εφικτή


Μεταφράσεις[επεξεργασία]