ουρητηροπυελοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουρητηροπυελοσκόπηση | οι | ουρητηροπυελοσκοπήσεις |
γενική | της | ουρητηροπυελοσκόπησης | των | ουρητηροπυελοσκοπήσεων |
αιτιατική | την | ουρητηροπυελοσκόπηση | τις | ουρητηροπυελοσκοπήσεις |
κλητική | ουρητηροπυελοσκόπηση | ουρητηροπυελοσκοπήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουρητηροπυελοσκόπηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουρητηροπυελοσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) μέθοδος αφαίρεσης για πέτρες του νεφρού
- ※ Ο ασθενής μπορεί πλέον να επιλέξει την κατάλληλη για αυτόν μέθοδο, με βάση το μέγεθος της πέτρας του. Οι διαθέσιμες σήμερα μέθοδοι είναι η εξωσωματική λιθοτριψία, η ουρητηροπυελοσκόπηση, η διαδερμική νεφρολιθοτριψία και η λαπαροσκοπική χειρουργική των λίθων (Απαλλαγείτε Αναίμακτα από τις Πέτρες! [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουρητηροπυελοσκόπηση
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)