ουρτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουρτική οι ουρτικές
      γενική της ουρτικής των ουρτικών
    αιτιατική την ουρτική τις ουρτικές
     κλητική ουρτική ουρτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουρτική < λατινική urtica

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουρτική θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]