ουσιοκράτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουσιοκράτης οι ουσιοκράτες
      γενική του ουσιοκράτη των ουσιοκρατών
    αιτιατική τον ουσιοκράτη τους ουσιοκράτες
     κλητική ουσιοκράτη ουσιοκράτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ο, η ουσιοκράτης (el) αρσενικό ή θηλυκό (ουσιοκράτισσα θηλυκό)

  • o ουσιοκρατικός, που πιστεύει στην ουσιοκρατία, που θεωρεί ότι τα πάντα (άνθρωποι, ζώα και αντικείμενα) έχουν πάγια-αμετάβλητη φύση και χαρακτήρα· που θεωρεί ότι τίποτα (άνθρωπος, ζώο και αντικείμενο) δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο να αποκαλύψουμε τις ανεξερεύνητες ιδιότητές του ως αιτιολόγηση σε περίπτωση που προκύψει νέο χαρακτηριστικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]