οἰνοῦττα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οἰνοῦττα < οἰνόεις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οἰνοῦττα θηλυκό
- (γαστρονομία, γλυκό) είδος πίτας που παρασκευαζόταν από κρασί, κριθάλευρο, νερό και λάδι και δινόταν ως τροφή σε κωπηλάτες
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 1121 (1120-1122)
- πρότερον γὰρ εἶχον ‹ἂν› παρὰ ταῖς καπηλίσιν | πάντ᾽ ἀγάθ᾽· ἕωθεν εὐθύς, οἰνοῦτταν, μέλι, | ἰσχάδας, ὅσ᾽ εἰκός ἐστιν Ἑρμῆν ἐσθίειν·
- Ναι, πρωτύτερα είχα όλ᾽ απ᾽ τις ταβερνιάρισσες τα ελέη: | αυγήν αυγή μουστόπιτα και μέλι, | σύκα κι ό,τι άλλο πρέπει ο Ερμής να φάει.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- πρότερον γὰρ εἶχον ‹ἂν› παρὰ ταῖς καπηλίσιν | πάντ᾽ ἀγάθ᾽· ἕωθεν εὐθύς, οἰνοῦτταν, μέλι, | ἰσχάδας, ὅσ᾽ εἰκός ἐστιν Ἑρμῆν ἐσθίειν·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 1121 (1120-1122)
- (φυτό) είδος φυτού που είχε μεθυστικές ιδιότητες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη οἶνος
Πηγές
[επεξεργασία]- οἰνοῦττα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἰνοῦττα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γαστρονομία (αρχαία ελληνικά)
- Γλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)