παμφορείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παμφορείο τα παμφορεία
      γενική του παμφορείου των παμφορείων
    αιτιατική το παμφορείο τα παμφορεία
     κλητική παμφορείο παμφορεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παμφορείο < (: παν) και φορείο (< φέρω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.m.foˈɾi.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παμφορείο ουδέτερο

  1. παλαιότερο (ιπποκίνητο) όχημα με δυνατότητα μεταφοράς πολλών επιβατών
  2. το ιππήλατο λεωφορείο παλαιών αστικών συγκοινωνιών