παμφορείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.m.foˈɾi.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παμφορείο ουδέτερο
- παλαιότερο (ιπποκίνητο) όχημα με δυνατότητα μεταφοράς πολλών επιβατών
- το ιππήλατο λεωφορείο παλαιών αστικών συγκοινωνιών