παντογνώστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντογνώστρια < παντογνώστης + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παντογνώστρια θηλυκό
- θηλυκό του παντογνώστης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντογνώστρια
|