παπαρδέλας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπαρδέλας < παπαρδέλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παπαρδέλας αρσενικό

  • αυτός που λέει παπαρδέλες (ανοησίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]