Μετάβαση στο περιεχόμενο

παρίστιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρίστιο τα παρίστια
      γενική του παρίστιου
& παριστίου
των παρίστιων
& παριστίων
    αιτιατική το παρίστιο τα παρίστια
     κλητική παρίστιο παρίστια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρίστιο < παρα- + ιστίο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παρίστιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]