παρίστιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παρίστιο | τα | παρίστια |
γενική | του | παρίστιου & παριστίου |
των | παρίστιων & παριστίων |
αιτιατική | το | παρίστιο | τα | παρίστια |
κλητική | παρίστιο | παρίστια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρίστιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) ιστίο ιστιοφόρου πλοίου, που τοποθετείται πλευρικά σε κεντρικό ιστίο, συνεπώς φέρεται ανά ζεύγος στον πληθυντικό.
- ως παρίστια ιστιοφόρου φέρονται τα παρακάτια, τα παραδολώνια και τα παραφωσώνια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρίστιο
|