παραεξουσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραεξουσία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραεξουσία θηλυκό
- μη θεσμοθετημένο κέντρο εξουσίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραεξουσία
|