παραστρατίζω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραστρατίζω < μεσαιωνική ελληνική παραστρατίζω < παρά + ελληνιστική κοινή στράτα < λατινική strata < stratus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος sterno < πρωτοϊταλική *stornō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *str̥-n-h₃- < *sterh₃- (εκτείνω, επεκτείνω)
Ρήμα
[επεξεργασία]παραστρατίζω
- άλλη μορφή του παραστρατώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραστρατίζω | παραστράτιζα | θα παραστρατίζω | να παραστρατίζω | παραστρατίζοντας | |
β' ενικ. | παραστρατίζεις | παραστράτιζες | θα παραστρατίζεις | να παραστρατίζεις | παραστράτιζε | |
γ' ενικ. | παραστρατίζει | παραστράτιζε | θα παραστρατίζει | να παραστρατίζει | ||
α' πληθ. | παραστρατίζουμε | παραστρατίζαμε | θα παραστρατίζουμε | να παραστρατίζουμε | ||
β' πληθ. | παραστρατίζετε | παραστρατίζατε | θα παραστρατίζετε | να παραστρατίζετε | παραστρατίζετε | |
γ' πληθ. | παραστρατίζουν(ε) | παραστράτιζαν παραστρατίζαν(ε) |
θα παραστρατίζουν(ε) | να παραστρατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραστράτισα | θα παραστρατίσω | να παραστρατίσω | παραστρατίσει | ||
β' ενικ. | παραστράτισες | θα παραστρατίσεις | να παραστρατίσεις | παραστράτισε | ||
γ' ενικ. | παραστράτισε | θα παραστρατίσει | να παραστρατίσει | |||
α' πληθ. | παραστρατίσαμε | θα παραστρατίσουμε | να παραστρατίσουμε | |||
β' πληθ. | παραστρατίσατε | θα παραστρατίσετε | να παραστρατίσετε | παραστρατίστε | ||
γ' πληθ. | παραστράτισαν παραστρατίσαν(ε) |
θα παραστρατίσουν(ε) | να παραστρατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραστρατίσει | είχα παραστρατίσει | θα έχω παραστρατίσει | να έχω παραστρατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραστρατίσει | είχες παραστρατίσει | θα έχεις παραστρατίσει | να έχεις παραστρατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραστρατίσει | είχε παραστρατίσει | θα έχει παραστρατίσει | να έχει παραστρατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραστρατίσει | είχαμε παραστρατίσει | θα έχουμε παραστρατίσει | να έχουμε παραστρατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραστρατίσει | είχατε παραστρατίσει | θα έχετε παραστρατίσει | να έχετε παραστρατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραστρατίσει | είχαν παραστρατίσει | θα έχουν παραστρατίσει | να έχουν παραστρατίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραστρατίζω
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)