παραφωτίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραφωτίδα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) το φινιστρίνι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραφωτίδα
|