παστέλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παστέλ < (άμεσο δάνειο) γαλλική pastel < ιταλική pastello

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈstel/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παστέλ ουδέτερο άκλιτο

  1. μαλακό κραγιόν από κιμωλία, χρώμα και νερό που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική και παράγει απαλά χρώματα
  2. η ζωγραφική τέχνη της χρήσης των παστέλ
  3. (συνεκδοχικά) ένα ζωγραφικό έργο φτιαγμένο με παστέλ
  4. απαλό χρώμα σαν αυτά που παράγονται από παστέλ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]