πεντόβολα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πεντόβολα | ||
γενική | των | πεντόβολων | ||
αιτιατική | τα | πεντόβολα | ||
κλητική | πεντόβολα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντόβολα < πληθυντικός αριθμός του πεντόβολο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /penˈdo.vo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντό‐βο‐λα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντόβολα ουδέτερο στον πληθυντικό
- παιδικό παιχνίδι που παίζεται με πέντε βόλους ή πετρούλες
- ※ Έξω στις αλάνες παίζαμε με τα γειτονόπουλα την τυφλόμυγα, τη μακριά γαϊδούρα, το κουτσό ή τα πεντόβολα. (Γιάννης Καιροφύλας, Αναμνήσεις ενός Αθηναίου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεντόβολα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πεντόβολα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πεντόβολο
Πηγές[επεξεργασία]
- πεντόβολο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)