περιδρομόχορτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιδρομόχορτο < περίδρομ(ος) + -ό- + -χορτο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιδρομόχορτο ουδέτερο
- το φυτό ασφόδελος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ασφόδελος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιδρομόχορτο
→ δείτε τη λέξη ασφόδελος |