περιλαιμίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιλαιμίδα οι περιλαιμίδες
      γενική της περιλαιμίδας των περιλαιμίδων
    αιτιατική την περιλαιμίδα τις περιλαιμίδες
     κλητική περιλαιμίδα περιλαιμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

περιλαιμίδα < περι- + λαιμός + -ίδα ή περιλαίμιο + -ίδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιλαιμίδα (el) θηλυκό

  1. περιλαίμιο μηχανής (οδηγού μοτοσικλέτας), fleece υφάσματος σκέτης λαιμόκοψης για το ψύχος, fleece λαιμού, γκέτα λαιμού, λαιμουδιέρα, λαιμουδιά, κολάρο, κασκόλ-μανίκι, μανίκι-κασκόλ, γιακάς ψύχους, λαιμόκοψη ψύχους
  2. αρθρωτό τμήμα πανοπλίας που προστατεύει περιμετρικά τον λαιμό και κυρίως το σβέρκο / τον σβέρκο
    • το ίδιο και για μη αρθρωτό τμήμα πανοπλίας ή προστατευτικού εξοπλισμού