περιμήτριο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιμήτριο ουδέτερο
- το σπλαγχνικό περιτόναιο το οποίο περιβάλλει τη μήτρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιμήτριο
|
|