περιμήτριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιμήτριο ουδέτερο
- το σπλαγχνικό περιτόναιο το οποίο περιβάλλει τη μήτρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιμήτριο
|