περιπτωσιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιπτωσιολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιπτωσιολογία θηλυκό
- ειδική, στοχευμένη, (όχι του γενικού πληθυσμού, όχι συγκριτική [δύναται να γίνει σύγκριση μετά το πέρας της μελέτης με άλλα δεδομένα που όμως δεν αποτελούν μέρος της περιπτωσιολογικής μελέτης]) συλλογή δεδομένων