πιανίστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιανίστρια οι πιανίστριες
      γενική της πιανίστριας των πιανιστριών
    αιτιατική την πιανίστρια τις πιανίστριες
     κλητική πιανίστρια πιανίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιανίστρια < πιανίστας + κατάληξη θηλυκού -ίστρια: ελληνικό επίθημα για τη λέξη: η πιανίστα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιανίστρια θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • δεν χρησιμοποιείται από μουσικούς