πινγκ πονγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πινγκ πονγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική ping pong με μεταγραμματισμό του ⟨ng⟩ σε ⟨νγκ⟩ < σήμα κατατεθέν Ping-Pong < ping (ηχομιμητική λέξη) [1] (ονοματοποιία από το θόρυβο που κάνει το μπαλάκι)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πινγκ πονγκ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) παιχνίδι ανάμεσα σε δύο παίκτες ή ομάδες των δύο παικτών που πρέπει, χρησιμοποιώντας μόνο τη ρακέτα, να διεισδύσουν ένα μπαλάκι στο αντίπαλο μέρος του τραπεζιού πάνω από το δίχτυ χωρίς το μπαλάκι να ακουμπήσει το τραπέζι
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- πιγκ πογκ (χωρίς μεταγραμματισμό και με έντονη προφορά του γκ)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πινγκ πονγκ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πιγκ πογκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)