πιτσίλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιτσίλα | οι | πιτσίλες |
γενική | της | πιτσίλας | — | |
αιτιατική | την | πιτσίλα | τις | πιτσίλες |
κλητική | πιτσίλα | πιτσίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιτσίλα < πιτσιλίζω + -ά (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιτσίλα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, σπάνιο) άλλη μορφή του πιτσιλιά
- (λαϊκότροπο, σπάνιο) άλλη μορφή του πιτσιλάδα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πιτσίλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)