πλανητικό χωριό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλανητικό χωριό | ||
γενική | του | πλανητικού χωριού | ||
αιτιατική | το | πλανητικό χωριό | ||
κλητική | πλανητικό χωριό | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλανητικό χωριό < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική global village. → δείτε τις λέξεις πλανητικός και χωριό.
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πλανητικό χωριό ουδέτερο
- άλλη μορφή του παγκόσμιο χωριό
- ※ Σε μια πρώτη ματιά, η παγκοσμιοποίηση φαίνεται να μην είναι παρά η συνέπεια τεχνικών εξελίξεων. Οταν οι συγκοινωνίες και οι μεταφορές είναι τόσο εύκολες, όταν η επικοινωνία σε ολόκληρη την υφήλιο δεν χρειάζεται παρά το πάτημα ενός κουμπιού, όταν η πιο χρήσιμη πρώτη ύλη είναι το ανθρώπινο μυαλό για την κατασκευή μιας ηλεκτρονικής συσκευής και το πιο χρήσιμο εμπόρευμα είναι υπηρεσίες, που εύκολα παρέχονται εξίσου καλά από απόσταση, πώς εμποδίζεται η μετατροπή του κόσμου σ’ ένα μεγάλο πλανητικό χωριό;
- Κουμάντος, Γεώργιος (14 Νοεμβρίου 2004), Το σκιάχτρο της παγκοσμιοποίησης, Η Καθημερινή
- ※ Σε μια πρώτη ματιά, η παγκοσμιοποίηση φαίνεται να μην είναι παρά η συνέπεια τεχνικών εξελίξεων. Οταν οι συγκοινωνίες και οι μεταφορές είναι τόσο εύκολες, όταν η επικοινωνία σε ολόκληρη την υφήλιο δεν χρειάζεται παρά το πάτημα ενός κουμπιού, όταν η πιο χρήσιμη πρώτη ύλη είναι το ανθρώπινο μυαλό για την κατασκευή μιας ηλεκτρονικής συσκευής και το πιο χρήσιμο εμπόρευμα είναι υπηρεσίες, που εύκολα παρέχονται εξίσου καλά από απόσταση, πώς εμποδίζεται η μετατροπή του κόσμου σ’ ένα μεγάλο πλανητικό χωριό;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλανητικό χωριό
→ δείτε τη λέξη παγκόσμιο χωριό |
Πηγές[επεξεργασία]
- χωριό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Όροι με πατρότητα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)