παγκόσμιο χωριό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παγκόσμιο χωριό | ||
γενική | του | παγκόσμιου χωριού | ||
αιτιατική | το | παγκόσμιο χωριό | ||
κλητική | παγκόσμιο χωριό | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγκόσμιο χωριό < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική global village, όρος που επινοήθηκε από τον Καναδό φιλόσοφο Μάρσαλ ΜακΛούαν το 1962. → δείτε και τις λέξεις παγκόσμιος και χωριό.
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]παγκόσμιο χωριό ουδέτερο
- το σύνολο του πλανήτη, της γης ως ενιαίο περιβάλλον, αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης η οποία επιτυγχάνεται μέσω της τεχνολογίας
- ※ Το «Παγκόσμιο χωριό» του Marshal Mc Luhan είναι εδώ, από καιρό μάλιστα. Διαμορφώνει εικόνες, συνειδήσεις, νοοτροπίες, ιδεολογίες, κοινωνικά ρεύματα. Φέρνει τα «χαμπέρια, που λέγαν και οι παλιοί, από τις άλλες γειτονιές του πλανήτη.
- Σιδέρης, Γιάννης (15 Οκτωβρίου 2010), Το «παγκόσμιο χωριό», protagon.gr
- ※ Το «Παγκόσμιο χωριό» του Marshal Mc Luhan είναι εδώ, από καιρό μάλιστα. Διαμορφώνει εικόνες, συνειδήσεις, νοοτροπίες, ιδεολογίες, κοινωνικά ρεύματα. Φέρνει τα «χαμπέρια, που λέγαν και οι παλιοί, από τις άλλες γειτονιές του πλανήτη.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγκόσμιο χωριό
|
Πηγές
[επεξεργασία]- χωριό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Όροι με πατρότητα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)