πλαστερό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλαστερό | τα | πλαστερά |
γενική | του | πλαστερού | των | πλαστερών |
αιτιατική | το | πλαστερό | τα | πλαστερά |
κλητική | πλαστερό | πλαστερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλαστερό ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλαστερό
|