πλαστικοποιητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλαστικοποιητής < πλαστικοποιώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλαστικοποιητής αρσενικό
- πρόσθετο που αυξάνει την πλαστικότητα ή ρευστότητα ενός υλικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλαστικοποιητής