πλειοψηφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλειοψηφισμός < πλειοψηφία + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλειοψηφισμός αρσενικό
- παραδοσιακή πολιτική φιλοσοφία σύμφωνα με την οποία η πλειοψηφία ενός πληθυσμού μπορεί να κυριαρχεί στην κοινωνία και έχει το δικαίωμα να λαμβάνει αποφάσεις που την επηρεάζουν
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλειοψηφισμός