πλωροδέτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλωροδέτηση | οι | πλωροδετήσεις |
γενική | της | πλωροδέτησης* | των | πλωροδετήσεων |
αιτιατική | την | πλωροδέτηση | τις | πλωροδετήσεις |
κλητική | πλωροδέτηση | πλωροδετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλωροδετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλωροδέτηση θηλυκό
- (ναυτικός όρος): η πρόσδεση πλοίου ή σκάφους σε προβλήτα μόνο από την πλώρη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλωροδέτηση
|