πλωροδέτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλωροδέτηση οι πλωροδετήσεις
      γενική της πλωροδέτησης* των πλωροδετήσεων
    αιτιατική την πλωροδέτηση τις πλωροδετήσεις
     κλητική πλωροδέτηση πλωροδετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλωροδετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλωροδέτηση < πλώρη + δέση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλωροδέτηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]