ποντικίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποντικίνα θηλυκό
- το θηλυκό ποντίκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποντικίνα
|
ποντικίνα θηλυκό
|