πρεμνώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρεμνώδης < ελληνιστική κοινή πρεμνώδης < αρχαία ελληνική πρέμνον + -ώδης
Επίθετο[επεξεργασία]
πρεμνώδης, -ης, -ες
- (λόγιο) που μοιάζει με πρέμνο
- (ουσιαστικοποιημένο) πρεμνώδες: το τμήμα ενός δέντρου που μοιάζει με κούτσουρο ή το ρίζωμά του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρεμνώδης
|