προβοκατόρισσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προβοκατόρισσα < προβοκάτορας + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προβοκατόρισσα θηλυκό
- θηλυκό του προβοκάτορας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προβοκατόρισσα