προμηθεύτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προμηθεύτρα | οι | προμηθεύτρες |
γενική | της | προμηθεύτρας | — | |
αιτιατική | την | προμηθεύτρα | τις | προμηθεύτρες |
κλητική | προμηθεύτρα | προμηθεύτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προμηθεύτρα < προμηθευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προμηθεύτρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη προμηθευτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προμηθεύτρα
|