προμισθώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προμισθώνω < ελληνιστική κοινή προμισθόω + -ώνω < αρχαία ελληνική πρό + μισθόω < μισθός

Ρήμα[επεξεργασία]

προμισθώνω (παθητική φωνή: προμισθώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]