προμίσθωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προμίσθωμα < προμισθώνω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προμίσθωμα ουδέτερο
- (οικονομία) το ποσό που ο ενοικιαστής πληρώνει στον εκμισθωτή πριν ακόμα υπογράψουν το συμβόλαιο ενοικίασης. Αποτελεί μια προκαταβολή ή ένα ποσό εγγύησης που δίνεται πριν την επίσημη έναρξη της μίσθωσης.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προμίσθωμα
|