προποτζίδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προποτζίδικο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) κατάστημα στο οποίο παίζονται ΠΡΟΠΟ και άλλα τυχερά παιχνίδια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ΠΡΟΠΟ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προποτζίδικο
|