πρωτοκλέφτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτοκλέφτρα οι πρωτοκλέφτρες
      γενική της πρωτοκλέφτρας
    αιτιατική την πρωτοκλέφτρα τις πρωτοκλέφτρες
     κλητική πρωτοκλέφτρα πρωτοκλέφτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοκλέφτρα < πρωτοκλέφτης + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτοκλέφτρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη πρωτοκλέφτης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]