πυρογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρογραφία οι πυρογραφίες
      γενική της πυρογραφίας των πυρογραφιών
    αιτιατική την πυρογραφία τις πυρογραφίες
     κλητική πυρογραφία πυρογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρογραφία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυρογραφία θηλυκό

  • τεχνική χάραξης σχεδίων σε επιφάνειες με χρήση πυρακτωμένης ακίδας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]