πυροφοβία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυροφοβία οι πυροφοβίες
      γενική της πυροφοβίας των πυροφοβιών
    αιτιατική την πυροφοβία τις πυροφοβίες
     κλητική πυροφοβία πυροφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυροφοβία < πυρο- + -φοβία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυροφοβία θηλυκό

  • παθολογικός φόβος προς τη φωτιά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]