πόπολο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πόπολο | τα | πόπολα |
γενική | του | πόπολου | των | πόπολων |
αιτιατική | το | πόπολο | τα | πόπολα |
κλητική | πόπολο | πόπολα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πόπολο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πόπολο ουδέτερο
- ο πολύς λαός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πόπολο
|