ρεπλικάση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεπλικάση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρεπλικάση θηλυκό
- (βιοχημεία) οποιοδήποτε από τα ένζυμα που δρουν ως καταλύτες στη σύνθεση ενός μορίου RNA από ένα καλούπι-μήτρα RNA (όπως στους ιούς) ή ενός μορίου DNA από ένα καλούπι-μήτρα DNA
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
replicase στην αγγλική Βικιπαίδεια