ριζολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ῥιζολογῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ριζολογώ < ελληνιστική κοινή ῥιζολογέω[1] / ῥιζολογῶ < αρχαία ελληνική ῥίζα + λέγω

ριζολογώ

  1. μαζεύω ρίζες (που έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες
  2. ξεβοτανίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. ῥιζολογέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.