ρωμιοσύνη
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | ρωμιοσύνη |
γενική | ρωμιοσύνης |
αιτιατική | ρωμιοσύνη |
κλητική | ρωμιοσύνη |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρωμιοσύνη θηλυκό
- ο ελληνισμός, το (ορθόδοξο) ελληνικό έθνος, χαρακτηριστικό επίθετο, η σωστή και πιο σύγχρονη ονομασία των Ελλήνων. Οι Ρωμαίοι ήταν Έλληνες "Οἱ δ´ οὖν Λατῖνοι κατ´ ἀρχὰς μὲν ἦσαν ὀλίγοι, καὶ οἱ πλείους οὐ προσεῖχον Ῥωμαίοις· ὕστερον δὲ κατα πλαγέντες τὴν ἀρετὴν τοῦ τε Ῥωμύλου καὶ τῶν μετ´ ἐκεῖνον βασιλέων ὑπήκοοι πάντες ὑπῆρξαν" Στράβων γεωγραφικά [5,3,4]
Ο όρος εντοπίζεται για πρώτη φορά στο κείμενο "Το τραγούδι του Δασκαλογιάννη" του 1786. Στ. 10: [Ο Δασκαλογιάννης] "με την καρδιά του ήθελε την Κρήτη Ρωμιοσύνη...". Στ. 108 "τση Ρωμιοσύνης τον οχτρό ούλοι να πολεμούσι". Στ. 980-981: "Μα δίχως να την κάμουσι την Κρήτη Ρομιοσύνη/ να τα ξεβγάλουν τα Σφακιά δεν ήτο δικαιοσύνη". Η άνεση στη χρήση του όρου δείχνει ότι ο λαός ήταν εξοικειωμένος με αυτόν αρκετά ενωρίτερα.[1]
Παραπομπές[επεξεργασία]
- ↑ Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, "Ελληνορωμαίικα", Φιλογένεια, τόμ. ΙΣΤ', τχ 2, σ. 6, 7. Παραπέμπει στο Μπάρμπα Παντζελιός, Το τραγούδι του Δασκαλογιάννη. Εισαγωγή-σχόλια Βασ. Λαούρδα, Ηράκλειο Κρήτης 1947.