Μετάβαση στο περιεχόμενο

ρωμιοσύνη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ρωμιοσύνη
      γενική της ρωμιοσύνης
    αιτιατική τη ρωμιοσύνη
     κλητική ρωμιοσύνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρωμιοσύνη < Ρωμι(ός) + -οσύνη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρωμιοσύνη θηλυκό

  • το ήθος, οι αξίες, οι αρχές του Ρωμιού

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]